- νεόχτιστος
- η , ο 1. недавно построенный, новый;
νεόχτιστο σπίτι — новый дом;
νεόχτιστη οικία — новостройка;
2. (τό ) новостройка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεόχτιστο σπίτι — новый дом;
νεόχτιστη οικία — новостройка;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεόχτιστος — και νιόχτιστος, η, ο νεόκτιστος … Dictionary of Greek